- πραιτωριανοί
- οι ист. преторианцы
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πραιτωριανοί — soldiers of the praetorian guard masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πραιτωριανοί — Η σωματοφυλακή του αυτοκράτορα στην αρχαία Ρώμη. Ο θεσμός τους καθιερώθηκε από τον Αύγουστο και στρατολογούνταν εθελοντικά μεταξύ των Ιταλών πολιτών μέχρι τον Σεπτίμιο Σεβήρο· αργότερα και μεταξύ των επαρχιωτών. Τη διοίκησή τους είχε ο praefectus … Dictionary of Greek
πραιτωριανοῖς — πραιτωριανοί soldiers of the praetorian guard masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πραιτωριανούς — πραιτωριανοί soldiers of the praetorian guard masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πραιτωριανῶν — πραιτωριανοί soldiers of the praetorian guard masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πραιτωριανός — πραιτωριανός, ή, όν, ΝΑ, και πραιτοριανός, Ν 1. αυτός που έχει σχέση με τον πραίτωρα ή ανήκει σε αυτόν 2. δορυφόρος, σωματοφύλακας τού πραίτωρα 3. το αρσ. ως ουσ. ο πραιτωριανός ή πραιτοριανός α) στρατιώτης τής προσωπικής φρουράς τού Ρωμαίου… … Dictionary of Greek
στρατηγικός — ή, ό / στρατηγικός, ή, όν, ΝΜΑ [στρατηγός] 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει σε στρατηγό (α. «στρατηγικό σχέδιο» β. «στρατηγικά έργα», Ξεν.) 2. (για πρόσ.) αυτός που έχει την πείρα και την ικανότητα τού στρατηγού, ο έμπειρος και ικανός… … Dictionary of Greek
Ηλιογάβαλος — (205 – 222 μ.Χ.). Αυτοκράτορας της Ρώμης (218 222). Ήταν νόθος γιος του Καρακάλλα και της Σωαιμιάδας, κόρης της Ιουλίας Μαίσας, γυναικαδελφής του Σεπτίμιου Σεβήρου. Σε παιδική ηλικία, έγινε αρχιερέας του θεού Ηλιογάβαλου στην Έμεσα της Συρίας,… … Dictionary of Greek
Περτίναξ, Πόπλιος Όλβιος — (Λιγουρία, 1η Αυγούστου 126 – Pώμη, 31 Δεκεμβρίου 192). Ρωμαίος αυτοκράτορας από τον Ιανουάριο μέχρι τον Μάρτιο του 193 μ.Χ., γιος ενός απελεύθερου ξυλέμπορου. Αφού δίδαξε σε ένα σχολείο, κατατάχθηκε στον στρατό, διοικώντας μονάδες στη Συρία και… … Dictionary of Greek